- αἰχμοφόρος
- αἰχμο-φόρος, Lanzenträger; bes. von Leibwachen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αἰχμοφόρος — spearman masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιχμοφόρος — Ο στρατιώτης που μάχεται με το ξίφος. Οι α. αποτελούσαν ειδικό σώμα των αρχαίων Περσών, οπλισμένο με λόγχες και προσαρτημένο στη βασιλική φρουρά. * * * αἰχμοφόρος, ον (Α) 1. πολεμιστής που φέρει δόρυ 2. σωματοφύλακας, δορυφόρος ειδικού… … Dictionary of Greek
αἰχμοφόροι — αἰχμοφόρος spearman masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμοφόρους — αἰχμοφόρος spearman masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμοφόρων — αἰχμοφόρος spearman masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιχμή — Το μυτερό πρόσθιο άκρο διαφόρων σύγχρονων εργαλείων ή όπλων (όπως το ξίφος και η ξιφολόγχη) καθώς και όπλων του παρελθόντος (όπως το βέλος, το δόρυ κ.ά.). Η α. είναι ένα από τα αρχαιότερα δημιουργήματα του ανθρώπου. Η επινόησή της χάνεται στα… … Dictionary of Greek